ψυχοπαθολογικός

ψυχοπαθολογικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοπαθολογία.
2. αυτός που πάσχει ψυχικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψυχοπαθολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοπαθολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχοπαθολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”